ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όταν ένα ζευγάρι προσπαθεί για πάνω από 12 μήνες να αποκτήσει παιδί χωρίς επιτυχία τότε θεωρείται ότι υπάρχει πρόβλημα υπογονιμότητας. Τα περισσότερα ζευγάρια θεωρούν τη γονιμότητά τους δεδομένη, πιστεύοντας ότι με την προσπάθεια, μπορούν εύκολα και άμεσα να συλλάβουν. Ωστόσο τα προβλήματα υπογονιμότητας είναι αρκετά συχνά, επηρεάζοντας 1 στα 8 ζευγάρια. Τα αίτια της υπογονιμότητας ποικίλουν. Βλάβη των σαλπίγγων , ενδομητρίωση, προβλήματα εμφύτευσης στη μήτρα, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών καθώς και η αυξημένη βιολογική ή αναπαραγωγική ηλικία που συνδέεται με τη μείωση της ποιότητας των ωαρίων, είναι από τις συχνότερες αιτίες της γυναικείας υπογονιμότητας. Τα αιτία υπογονιμότητας στον άνδρα αφορούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος και μπορεί να οφείλονται σε απόφραξη των σπερματικών πόρων, ελαττωμένη λειτουργία των όρχεων λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων, έκθεση σε τοξίνες, ακτινοβολία, χημειοθεραπεία, επιβαρυντικές φαρμακευτικές ουσίες, ή εξαιτίας αυτοανοσίας.
Σε ένα σημαντικό ποσοστό που αγγίζει το 30% δεν βρίσκεται κάποια αιτία, όποτε η υπογονιμότητα χαρακτηρίζεται ως ανεξήγητη.
Ο ρόλος του ιατρού είναι να καθοδηγήσει σωστά το ζευγάρι προτείνοντας τις κατάλληλες εξετάσεις και προσφέροντας εξατομικευμένη προσέγγιση και αποτελεσματικές λύσεις. Παράλληλα οφείλει να συμπαραστέκεται και να στηρίζει το ζευγάρι. Η σχέση μεταξύ ιατρού και του ζευγαριού πρέπει να στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και ξεκινά από την πρώτη τους συνάντηση.
Η σύγχρονη αντίληψη για την υπογονιμότητα
Σύμφωνα με τα νεοτέρα επιστημονικά δεδομένα, υπογονιμότητα, αποβολές, εξωμήτριος κύηση και αποτυχημένες θεραπευτικές προσπάθειες αποτελούν μια κοινή κλινική οντότητα: την αδυναμία αναπαραγωγής (reproductive failure). Ο ρόλος του γυναικολόγου αναπαραγωγής είναι να αξιολογήσει την κάθε περίπτωση χωριστά εξατομικεύοντας και εστιάζοντας στο ιστορικό του ζευγαριού.